- ἐθέλῃ
- ἐθέλωto be willingpres subj mp 2nd sgἐθέλωto be willingpres ind mp 2nd sgἐθέλωto be willingpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'θέλῃ — ἐθέλῃ , ἐθέλω to be willing pres subj mp 2nd sg ἐθέλῃ , ἐθέλω to be willing pres ind mp 2nd sg ἐθέλῃ , ἐθέλω to be willing pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθέληι — ἐθέλῃ , ἐθέλω to be willing pres subj mp 2nd sg ἐθέλῃ , ἐθέλω to be willing pres ind mp 2nd sg ἐθέλῃ , ἐθέλω to be willing pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TESTAMENTUM — I. TESTAMENTUM alienationis species est, et iuris naturalis. Quamvis enim id, ut actus alii, formam certam accipere possit a iure civili, ipsa tamen eius substantia cognata est dominio, et eô datô iuris naturalis. Possum enim rem meam alienare,… … Hofmann J. Lexicon universale
διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… … Dictionary of Greek
επείσκλητος — ἐπείσκλητος, ον (Α) [επεισκαλώ] 1. αυτός που κλήθηκε επί πλέον («ἐπεισκαλεῑν ἔκαστον ἐπείσκλητον ὅν ἄν ἐθέλη τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς ἡλικίας», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπείσκλητος συνέλευση που συγκλήθηκε για ορισμένο σκοπό … Dictionary of Greek
συμπροθυμούμαι — έομαι, Α [προθυμοῡμαι] 1. έχω την ίδια προθυμία με άλλον, είμαι επίσης πρόθυμος («ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ὑμεῑς συμπροθυμῆσθε», Ξεν.) 2. προάγω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τοῑς ξυμπροθυμηθεῑσι τῶν ῥητόρων τὸν ἔκπλουν», Θουκ.) 3. συνεργώ σε κάτι,… … Dictionary of Greek
χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα … Dictionary of Greek